- ἀναίσχυντον
- ἀναίσχυντοςshamelessmasc/fem acc sgἀναίσχυντοςshamelessneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τἀναίσχυντον — ἀναίσχυντον , ἀναίσχυντος shameless masc/fem acc sg ἀναίσχυντον , ἀναίσχυντος shameless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίσχνυντος — –η, ο (Α ἀναίσχυντος, ον) αυτός που δεν ντρέπεται, αναιδής, αδιάντροπος αρχ. 1. (για πράγματα) αισχρός, απαίσιος, αποτρόπαιος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀναίσχυντον η αναισχυντία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἰσχύνομαι. ΠΑΡ. αναισχυντία,… … Dictionary of Greek
κλοπή — Η αφαίρεση ξένου, κινητού πράγματος από πρόσωπο που το κατέχει ανεξάρτητα αν του ανήκει ή όχι νόμιμα (κλοπή, για παράδειγμα, θεωρείται και όταν αφαιρείται πράγμα από την κατοχή άλλου που το έκλεψε προηγουμένως: ο κλέψας του κλέψαντος). Η κ.… … Dictionary of Greek
ԼՊՐՇՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0904 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 13c գ. ἁναισχυντία, τὸ ἁναίσχυντον impudentia, inverecundia. Լպիրշն գոլ. լպրշանք. լրբութիւն. ժպրհութիւն. անամօթութիւն. յանդգնութիւն. անկարգ յարումն. ... *Տանջանաց արժանի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)